Dictionary of Greek. 2013.
λίγδωμα — το, ατος το λέρωμα με λιπαρές ουσίες: Το λίγδωμα του μαλλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίγδιασμα — το [λιγδιάζω] λίγδωμα … Dictionary of Greek